- ασκηνοθέτητος
- η , ο [ος , ον ]1) нережиссированный; не готовый к постановке, не поставленный на сцене; 2) перен. неразыгранный, неинсценированный; 3) неумышленный, случайный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ασκηνοθέτητος — η, ο 1. (ως θεατρ. όρος) εκείνος που δεν έχει σκηνοθετηθεί, που δεν έχει την καθοδήγηση σκηνοθέτη 2. αυτός που γίνεται χωρίς σκόπιμη προετοιμασία, ο τυχαίος («ασκηνοθέτητη συνάντηση») … Dictionary of Greek